σιδερικό

σιδερικό
[сидэрико] ουσ. о. скобяные изделия

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σιδερικό" в других словарях:

  • σιδερικό — το 1. εργαλείο σιδερένιο. 2. όπλο, πιστόλι ή μαχαίρι: Στην τσέπη του έκρυβε σιδερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδερικό — το, Ν 1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο 2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι 3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικά υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο 4. φρ. «είναι φορτωμένος… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρικά — τα βλ. σιδερικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»